μουσικά όργανα

μουσικά όργανα
Σύμφωνα με τη φύση των σωμάτων που είναι προορισμένα να παράγουν ήχο (αν και μερικοί μελετητές τείνουν προς μια ιστορική ταξινόμηση), τα μ.ό. διακρίνονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: τα ιδιόφωνα, τα μεμβρανόφωνα, τα χορδόφωνα και τα αερόφωνα. Στα ιδιόφωνα ο ήχος παράγεται από την κρούση ή τη δόνηση του ίδιου του οργάνου, που πετυχαίνεται με πολλούς τρόπους (με τα χέρια, με την τριβή, με μπαγκέτες κλπ.). Στην κατηγορία αυτή ανήκουν, μεταξύ άλλων, το γκονγκ, το ταμ-ταμ, τα πιάτα, οι καμπάνες, οι καστανιέτες κλπ. Στα μεμβρανόφωνα, ο ήχος παράγεται με το χτύπημα επάνω σε μεμβράνες ή σε δέρματα, τεντωμένα σε κατάλληλα ηχεία, όπως στην γκραν-κάσα, στα τύμπανα, στα ταμπούρα. Στα χορδόφωνα, ο ήχος παράγεται από τη δόνηση των χορδών που πετυχαίνεται με πολλούς τρόπους. Στην κατηγορία αυτή των οργάνων, αρκετά άλλωστε ευρεία, υπάγονται η λύρα, το κλαβίχορδο, το λαούτο, το πιάνο, η άρπα, το βιολί, η βιόλα, το βιολοντσέλο, το κοντραμπάσο ή βαθύχορδο, η κιθάρα. Στα αερόφωνα, ο ήχος πετυχαίνεται με τη δόνηση μιας στήλης αέρα. Και αυτή επίσης η τάξη των οργάνων είναι πλουσιότατη. Σε αυτήν ανήκουν τα πνευστά με τη διάκριση τους σε όργανα με γλωττίδα (όμποε, φαγκότο, κλαρινέτο, σαξόφωνο), με επιστόμιο, δηλαδή τα χάλκινα (κόρνα, σάλπιγγες ή τρόμπες, τρομπόνια), με στόμιο (φλάουτα ίσια και πλάγια, πίφερα). Στα αερόφωνα υπάγονται επίσης ο άσκαυλος ή γκάιντα, το εκκλησιαστικό όργανο, το αρμόνιο, η φυσαρμόνικα, το ακορντεόν. Τα μ.ό. της σύγχρονης εποχής είναι, κυρίως, αποτέλεσμα τελευταίας μετατροπής αρχαιότατων συχνά οργάνων, που ανάγονται σε απομακρυσμένες εποχές και που ενδιαφέρουν επίσης την εθνολογία. Η γενική εξέλιξη της τεχνικής οδήγησε στην κατασκευή ηλεκτρόφωνων οργάνων, που χρησιμοποιούν τον ηλεκτρισμό για την παραγωγή ήχου. Ανάμεσα σε αυτά είναι το όργανο Χάμοντ, που εφευρέθηκε το 1932· τα κύματα Μαρτενό, με ταστιέρα, όργανο που εμφανίστηκε το 1928· το Τραουτόνιουμ, που επινοήθηκε το 1930 από το Φρίντριχ Τράουτβαϊν και που μπορεί να θεωρηθεί ως τελειοποίηση του theremin (ή τερεμινόφωνο), όργανο όμοιο προς το ραδιόφωνο, αφού συλλαμβάνει μουσικούς ήχους από τους αιθέρες. Αρχαία ελληνικά και βυζαντινά μουσικά όργανα. Αρχαία ελληνικά και βυζαντινά μ.ό. Και οι αρχαίοι Έλληνες είχαν τριών ειδών μ.ό.: εντατά, εμπνευστά και κρουστά (έγχορδα, πνευστά και κρουστά). Από τα πιο διαδεδομένα έγχορδα ήταν η λύρα και η κιθάρα (άσχετα προς τα ομώνυμα σύγχρονα). Έχουν σωθεί ονόματα και άλλων οργάνων, αλλά όχι και συγκεκριμένες πληροφορίες για το καθένα: βάρβιτος, μάγαδις, επιγώνιον, τρίγωνον, ψαλτήριον, σαμβύκη, άρπα, πηκτίς, νάβλα, φόρμιγγες κ.ά. Από τα πνευστά, πιο διαδομένοι ήταν οι διάφοροι τύποι αυλών. Ένα πνευστό, ο υδρηλός αυλός ή ύδραλις, τελειοποιήθηκε αργότερα στο Βυζάντιο και στη Δύση, για να εξελιχτεί τελικά στο γνωστό εκκλησιαστικό όργανο. Τα κρουστά είχαν μικρότερη ποικιλία: αναφέρονται τα τύμπανα, τα κρόταλα, τα κύμβαλα και τα σείστρα. Όλα τα μουσικά όργανα των αρχαίων διατηρήθηκαν με την παλιά ονομασία τους στην πρώτη βυζαντινή εποχή. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας πολλά από τα όργανα αυτά συναντιούνται με τις τουρκικές ονομασίες τους: τσιβούρι, σιαρκί (τύπος μεγάλου ταμπουρά), ριμπάπι (μονόχορδο), κεμάν (βιολί), ικισελί (ταμπουράς ή μπουζούκι με δύο χορδές), μπαγλαμάς, μπουζούκι κ.ά. Σύγχρονα λαϊκά μ.ό. Από τα αερόφωνα μεγάλη ποικιλία παρουσιάζουν οι φλογέρες. Η τσαμπούνα είναι ποιμενικό όργανο διαδομένο στα Δωδεκάνησα, στα νησιά του Αιγαίου και λιγότερο στα Επτάνησα. Στην Κρήτη ονομάζεται ασκομαντούρα, επειδή προσδένουν δυο καλαμένιες μαντούρες (αυλούς) ή μπιμπίκια σ’ ένα δερμάτινο ασκό, και τις δυο μαζί τις προσαρμόζουν στο ένα πόδι του τομαριού. Το ένα μπιμπίκι, που έχει 3-5 τρύπες, παίζει τη μελωδία, ενώ το άλλο, με 2-3 τρύπες, πατιέται συγχρόνως και παίζει ένα είδος ισοκρατήματος. Η γκάιντα συγχέεται συχνά με την τσαμπούνα, διαφέρει όμως, γιατί τα δυο μπιμπίκια που παράγουν τον ήχο είναι ανεξάρτητα και ο σωλήνας που παράγει το ισοκράτημα είναι μακρύς (60-70 εκ.) και δίνει την τονική μια οκτάβα χαμηλότερα. Η γκάιντα χρησιμοποιείται στη Θράκη, στη Μακεδονία και σε όλα τα Βαλκάνια. Από τα έγχορδα, πιο διαδομένο όργανο είναι η λύρα. Το σύγχρονο λαούτο έχει μεγάλο απιοειδές ηχείο, μακρύ βραχίονα με τάστα και τέσσερις διπλές χορδές κουρδισμένες κατά πέμπτες καθαρές (ντο, σολ, ρε, λα), και ηχεί μια οκτάβα χαμηλότερα από το λα του διαπασών. Σήμερα, στα λαϊκά συγκροτήματα το αντικατασταίνουν με την κιθάρα κουρδισμένη σαν αυτό, τη λαουτοκιθάρα. Το ούτι έχει σκάφη μεγαλύτερη από του λαούτου και κοντύτερο βραχίονα. Το σαντούρι παίζεται με δύο μπαγκέτες, ενώ το κανόνι, σε σχήμα τριγώνου, έχει 72 χορδές κατά μέσο όρο και παίζεται με τα δάχτυλα (προσαρμόζεται στους δείκτες ένα μεταλλικό ελατήριο, σαν δακτυλήθρα). Ο οργανοπαίκτης το στηρίζει στα γόνατά του ή σε οποιαδήποτε άλλη βάση. Ίσως να πρόκειται για το ψαλτήριο της βυζαντινής εποχής, που παιζόταν όμως κάθετα, σαν την άρπα, και όχι οριζόντια, όπως σήμερα. Κατά μια άποψη, η ονομασία του οργάνου «κανονάκι» προέρχεται από την αραβική «κανούν»· σύμφωνα με άλλη, προέρχεται από το ελληνικό «κανών», όνομα μονόχορδου μ.ο., που το αναφέρει ο Ευκλείδης, κι από κει το πήραν οι Άραβες. Το μπουζούκι και ο μπαγλαμάς, όργανα της οικογένειας των ταμπουράδων, χρησιμοποιούνται από αιώνες. Στα κρουστά ανήκουν τα νταούλια ή τούμπανα ή τύμπανα και η ταραμπούκα ή τουμπελέκια, πήλινη στάμνα, ύψους 30-70 εκ., ανοιχτή στο στόμιο και σκεπασμένη με τεντωμένο πετσί κατσίκας ή γαϊδάρου στη θέση του πυθμένα. Ο οργανοπαίκτης την κρατά κάτω από τη μασχάλη του ή, όταν είναι καθιστός, ανάμεσα στα σκέλη του. Παίζεται με τα δάχτυλα των δύο χεριών και συνοδεύει γενικά τους χορούς. Χρησιμοποιείται κυρίως στη Μακεδονία, στη Θράκη, στη Χίο, στη Μυτιλήνη κ.α. Το ντέφι, που το συναντούμε να συνοδεύει τα λαϊκά συγκροτήματα, είναι το αρχαίο σείστρο. Μουσική συνάντηση Ντράμερς, από όλο τον κόσμο, στο Λονδίνο (φωτ. ΑΠΕ). Σαξόφωνο βαρύτονο. Τα σαξόφωνα αποτελούν οικογένεια από δώδεκα όργανα με διαφορετική έκταση και χρησιμοποιούνται στις συμφωνικές ορχήστρες και στις τζαζ. Βιόλα κατασκευασμένη από τον Π. Μαντεγκάτσα (Μιλάνο, Μουσείο Μουσικών Οργάνων). Βιολοντσέλλο του Ντομένικο Μοντανιάνα, διάσημου οργανοποιού της βενετικής σχολής (α’ ήμισυ του 18ου αι.) (Ρώμη, συλλογή Garugno, φωτ. Gilardi. Κρητική λύρα. Οι αρχές της τεκμηριώνονται από τον 9ο αι. στο Βυζάντιο. Παίζεται στα νησιά και στη Β. Ελλάδα. Σύγχρονο ευρωπαϊκό όμποε. Το αγγλικό κόρνο είναι πνευστό μουσικό όργανο, ιδιαίτερος τύπος του όμποε. Σύγχρονο οριζόντιο πιάνο με μισή ουρά. Διακρίνεται καθαρά η χαρακτηριστική μορφή του πιάνου με ουρά, που μοιάζει με αναποδογυρισμένη άρπα. Ο Αριστείδης Μόσχος να παίζει σαντούρι (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • όργανα, μουσικά — Βλ. λ. μουσικά όργανα …   Dictionary of Greek

  • κρουστά — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι …   Dictionary of Greek

  • κρούστα — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων (Αθηνών) — Η συλλογή, έργο ζωής του Φοίβου Ανωγειαννάκη, στεγάζεται στο όμορφο και λιτό αρχοντικό του 1842, του οπλαρχηγού Λασσάνη, στην καρδιά της Πλάκας (Διογένους 1 3, Πλατεία Αέρηδων). Για τη συλλογή των 1.200 περίπου λαϊκών οργάνων, που είναι η… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • λύρα — I (Ζωολ.). Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Menura, της οικογένειας των μηνουριδών. Βλ. λ. μηνουρίδες. II (Μουσ.). Μουσικό όργανο. Προέρχεται από τη Σουμερία (3η χιλιετία π.Χ.), αλλά συνδέθηκε άμεσα με την αρχαία Ελλάδα, ενώ,… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • καντάδα — Μουσικό κομμάτι για τρίφωνη ανδρική χορωδία, που τραγουδιέται συνήθως νύχτα και συχνά συνοδεύεται από μουσικά όργανα (κιθάρα και μαντολίνο). Ο όρος cantada, από τον οποίο προέρχεται ο ελληνικός κ., πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην Ιταλία στις αρχές του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”